- γλαύσσω
- γλαύσσω,A shine, glitter, Hsch.: [tense] aor. imper.
γλαῦξον EM234.15
. (Denom fr. γλαυκός, cf. δια-γλαύσσω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαῦξον EM234.15
. (Denom fr. γλαυκός, cf. δια-γλαύσσω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαύσσω — (Α) λάμπω, αστράφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός (πρβλ. λευκός, λεύσσω) … Dictionary of Greek
διαγλαύσσω — (Α) [γλαύσσω] λάμπω, φαίνομαι ολοκάθαρα … Dictionary of Greek
υπογλαύσσω — Α υποβλέπω, ρίχνω λοξές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλαύσσω «λάμπω»] … Dictionary of Greek